σωματικός

σωματικός
-ή, -ό / σωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ.
γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ.
δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.)
2. αυτός που έχει σωματική, υλική υπόσταση (α. «η σωματική παρουσία τού Θεού» β. «καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει», ΚΔ.)
3. σχετικός με τις επιθυμίες τού σώματος, ιδίως τις σεξουαλικές (α. «σωματικός έρωτας» β. «λῡσον... τοῡ ψυχικοῡ καὶ σωματικοῡ ἁμαρτήματος», Ευχολ.
γ. «σωφρονήσαι ἀπὸ σωματικῆς ἁμαρτίας», Μαλάλ. Ι.
δ. «σωματικαὶ ἡδοναί», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σωματική αγωγή» — το σύνολο τών σωματικών και αθλητικών δραστηριοτήτων που αποσκοπούν σε παιδευτικούς σκοπούς, αλλ. φυσική αγωγή
β) «σωματική βία»
(νομ.) η κατά τού σώματος ασκούμενη φυσική δύναμη με σκοπό την εξουδετέρωση τής προβαλλόμενης ή τής αναμενόμενης αντίστασης τού προσώπου εναντίον τού οποίου ασκείται
γ) «σωματική βλάβη»
(ποιν. δίκ.) κάθε μη ηθελημένη σωματική κάκωση ή επέμβαση στην εξωτερική εμφάνιση τού ατόμου
δ) «σωματική έρευνα»
(ποιν. δίκ.) ανακριτική πράξη την οποία είναι δυνατόν να ενεργήσει οποιοσδήποτε ανακριτικός υπάλληλος, όταν από τον αρμόδιο εισαγγελέα έχει διαταχθεί ανάκριση ή προανάκριση για κακούργημα ή πλημμέλημα
ε) «σωματική ιδιοσυστασία τού ανθρώπου»
(ανατ.-ανθρωπολ.) το σύνολο τών μορφολογικών χαρακτηριστικών ενός ανθρώπου
στ) «σωματικά κύτταρα»
βιολ. τα κύτταρα τού σώματος ενός οργανισμού, σε αντιδιαστολή προς τα γεννητικά κύτταρα
ζ) «γενετική σωματικών κυττάρων»
βιολ. γενετικές μελέτες σε καλλιέργειες σωματικών κυττάρων, όπως είναι η παρασκευή κυτταρικών υβριδίων με συγχώνευση και άλλες τεχνικές
η) «σωματκός αριθμός»
βιολ. ο βασικός, συνήθως διπλοειδής, αριθμός χρωματοσωμάτων που απαντούν στα σωματικά κύτταρα
θ) «σωματική μετάλλαξη»
βιολ. γενετική αλλαγή που συμβαίνει κατά τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό σε ένα άτομο και έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση τού κληρονομικού του υλικού
ι) «σωματικός διαχωρισμός»
βιολ. άνισος διαχωρισμός τών οργανιδικών γονιδίων που προήλθαν από τον μητρικό και τον πατρικό οργανισμό σε διαφορετικούς ιστούς τού ίδιου οργανισμού
ια) «εξωδεκτικές σωματικές αισθητήριες ίνες»
βιολ. νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από την περιφέρεια προς τον νωτιαίο μυελό και τών οποίων τα κυτταρικά σώματα βρίσκονται στα ραχιαία γάγγλια
ιβ) «προσαγωγές σωματικές αισθητήριες ίνες»
βιολ. νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα, εκτός τού κεφαλιού, οι οποίες αναφέρονται σε εξωτερικά ερεθίσματα
ιγ) «σωματικά συμπτώματα»
ιατρ. συμπτώματα ψυχικών νόσων που εκδηλώνονται στις σωματικές λειτουργίες, αλλ. ψυχοσωματικά
ιδ) «σωματική ποινή»
(νομ.) ποινή που πλήττει το σώμα τού καταδίκου, όπως είναι ο ξυλοδαρμός, η μαστίγωση, ο ακρωτηριασμός
ιε) «σωματικό σχήμα»
(ψυχολ.) η εικόνα που έχει ένα άτομο για το σώμα του
ιστ) «σωματικές τροποποιήσεις και ακρωτηριασμοί»
(κοινων.-ανθρωπολ.) εσκεμμένες μόνιμες ή ημιμόνιμες τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο ανθρώπινο σώμα ατόμων εν ζωή για θρησκευτικούς, αισθητικούς ή κοινωνικούς λόγους
μσν.
στερεός («τὰ σωματικὰ τοῡ κόσμου στοιχεῑα», Ειρην.)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στα γήινα, στα εφήμερα, σε αντιδιαστολή προς τα πνευματικά και τα αιώνια («ὑπεράνω μὲν τῶν αἰσθητῶν καὶ πάσης σωματικῆς φαντασίας γινόμενος, πρὸς δὲ τὰ ἐν οὐρανοῑς θεῑα καὶ νοητά τῇ δυνάμει τοῡ νοῡ συναπτόμενος», Αθανάσ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που σκέπτεται με την κοσμική, τη γήινη λογική (α. «ὁ σωματικὸς θεολόγος», Γρηγ. Νύσσ.
β. «τοῑς σωματικοῑς Ιουδαίοις», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. συγκεκριμένος, φυσικός («ἐὰν λάβῃς τὰς φυλὰς ταύτας σωματικὰς... ποῡ ιβ' χιλιάδας εὕροις;» Ωριγ.)
4. εξωτερικός, τυπικός, τυπολατρικός («τὴν παραίτησιν τῆς κατὰ τὸν Μωυσέως νόμον σωματικωτέρας λατρείας διδάσκει», Ευσ.)
5. ο κατά λέξιν, κυριολεκτικός («τῆς σωματικής τῶν ὀνομάτων ἐμφάσεως», Γρηγ. Νύσσ.)
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σωματικά
τα γήινα, τα εφήμερα, τα ανθρώπινα, σε αντιδιαστολή προς τα πνευματικά, προς τα αιώνια («διὰ τῶν σωματικῶν αὐτοὺς ἐστὶ τὰ πνευματικά ποδηγεῑ», Θεοδωρ.)
αρχ.
1. αυτός που σχηματίζει ένα σώμα, που αποτελεί σύνολο («αἱ σποράδην καὶ οὐ σωματικαὶ ζητήσεις», Διογ. Λαέρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά σωματικά
οι σαρκικές επιθυμίες, ο ερωτικός πόθος.
επίρρ...
σωματικώς / σωματικῶς ΝΜΑ και σωματικά Ν
1. ως προς το σώμα, σε αναφορά προς το σώμα
2. με σωματική υπόσταση
νεοελλ.-μσν.
με σωματική μορφή, με υλικό τρόπο (α. «εικονίζουν τους αγγέλους σωματικά» β. «σωματικώς, ὡς εικόνισε Μωϋσῆς τὰ χερουβὶμ καὶ ὡς ἑωράθησαν τοῑς ἀξίοις», Ιωάνν. Δαμ.)
μσν.-αρχ.
1. μέσω τού σώματος («μὴ ἐνεργούσης ἔτι σωματικῶς τῆς ψυχῆς», Κλήμ. Αλ.)
2. χρησιμοποιώντας όρους που αναφέρονται στο σώμα («μὴ τοίνυν διὰ τὰ σωματικῶς περὶ τοῡ θεοῡ λεγόμενα, ὡς ἐχώρουν οἱ παλαιοί, σῶμα τὸν Θεὸν νομίζομεν», Ωριγ.)
3. σχετικά με την ευχαριστιακή, μυστηριακή ένωση τού πιστού με τον Χριστό («γίνεται μὲν γὰρ ἐν ἡμῑν ὁ υἱός, σωματικῶς μὲν ὡς ἄνθρωπος, συνανακιρνάμενός τε καὶ συνενούμενος δι' εύλογίας τῆς μυστικῆς», Κύρ.)
4. κατά λέξιν, στην κυριολεξία, σε αντιδιαστολή προς το βαθύτερο νόημα («ἀληθεύειν σωματικῶς ἅμα καὶ πνευματικῶς», Ωριγ.)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σωματικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο σώμα: Έχει καλή σωματική διάπλαση. – Του έκαναν σωματική έρευνα. – Του προκάλεσαν σωματικές βλάβες. 2. υλικός: Υπέταξε τη σωματική φύση στην πνευματική και ηθική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωματικά — σωματικός of neut nom/voc/acc pl σωματικά̱ , σωματικός of fem nom/voc/acc dual σωματικά̱ , σωματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικώτερον — σωματικός of adverbial comp σωματικός of masc acc comp sg σωματικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικωτέραις — σωματικός of fem dat comp pl σωματικωτέρᾱͅς , σωματικός of fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικωτέρων — σωματικός of fem gen comp pl σωματικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικῶν — σωματικός of fem gen pl σωματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικόν — σωματικός of masc acc sg σωματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικώτατα — σωματικός of adverbial superl σωματικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικώτατον — σωματικός of masc acc superl sg σωματικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”